"Μου τηλεφώνησαν ξανά γύρω στις δέκα το βράδυ και μου είπαν αν ήθελα να πάω κοντά στην εκκλησία του χωριού να μιλήσουμε. Μου φάνηκε περίεργο, αλλά δεν έδωσα σημασία. Επέμενα πάντως να έρθουν στο σπίτι. Δέχτηκαν μάλλον απρόθυμα και μου πρότειναν να πάω να τους πάρω, αν και όποιον να ρωτούσαν θα τους έδειχνε το σπίτι μου, που είναι πολύ κοντά. Ξεκίνησα να πάω ο ίδιος αλλά προθυμοποιήθηκε να τους φέρει ο πατέρας μου.
Αρχίσαμε τη συζήτηση, όμως μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο υπέβαλλαν ερωτήσεις δεν έδειχνε να είναι δημοσιογράφοι. Ίσως να είναι άπειροι σκέφτηκα και συνεχίσαμε. Σε κάποια στγμή και ενώ η κουβέντα βρισκόταν σε εξέλιξη χτύπησε το κινητό του ενός, και μόλις ο άγνωστος που τους κάλεσε έκλεισε, ο ένας δημοσιογράφος είπε σε σάυτόν που ήταν μαζί του: "Πάμε να φύγουμε, τελειώσαμε."
Ενοχλήθηκα και τους ζήτησα να μείνουν λίγο για να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου. "Δεν πειράζει, πήραμε αυτό που θάλαμε" απάντησαν και έφυγαν. Η συμπεριφορά τους με ξένισε και μου προκάλεσε απορίες. Αλλά δεν έδωσα συνέχεια."
Έτσι περιγράφει ο Βαγγέλης Τάβος τη συνάντηση που είχε με τους δύο "δημοσιογράφους" απο το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1997 στο χωριό Γεωργουτσάτες.
Ενώ ένας από τους δύο συμμετέχοντες την περιγραφει ως εξης:
"Δεν κρατούσε κανένα παιδί, ούτε φοβηθήκαμε. Θα τους είχαμε καθαρίσει όλους και θα εξαφανιζόμασταν. Η Μερσεντές μας περίμενε στην πλατεία. Δε θα προλαβαινε κανείς να αντιδράσει. Απλώς την κρίσιμη στιγμή μου δόθηκε στο κινητό μου εντολή, να μη γίνει..."
"Απο ποιόν;"
"Από κάποιο πρόσωπο, πολιτικό, στρατιωτικό, δεν έχει σημασία..."
Πηγή: "Στον αστερισμό του εθνικισμού. Αλβανία και Ελλάδα στη μετά - Χότζα εποχή. Σταύρος Τζίμας, εκδόσεις Επίκεντρο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου