Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ'ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ


Την ευθύνη για την τελική διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων την ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Enrico Tellini, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης. Ο ιδιαίτερος ρόλος της Ιταλίας στην Αλβανία αναγνωριζόταν ήδη από το Πρωτόκολλο της 9 Νοεμβρίου 1921. Κάθε αλλαγή στο εδαφικό καθεστώς της Αλβανίας χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Ιταλίας θα σήμαινε για της τελευταία απειλή για την ασφάλεια της. Η επιτροπή έφτασε στην Ήπειρο στις 7 Μαρτίου 1923 και άρχισε τις εργασίες της τον Μάιο του ίδιου έτους. Ο ελληνικός πληθυσμός και οι ελληνικές αρχές αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη τους ξένους αντιπροσώπους στην επιτροπή χάραξης και ιδίως τους Ιταλούς. Οι πρώτες αποφάσεις που έδιναν τα χωριά Κατούνα, Περδικάρι και Γιάνναρι - χωριά με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό- στην Αλβανία ενίσχυσαν τις υποψίες των Ελλήνων για μεροληψία της επιτροπής εις βάρος των ελληνικών δικαίων. Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτριστεί και με τις φήμες που έφθαναν στις ελληνικές αστυνομικές αρχές ότι πλούσιοι Αλβανοί μπέηδες είχαν συγκεντρώσει άνω των 20.000 λιρών με σκοπό να δωροδοκήσουν τα μέλη της επιτροπής χάραξης των συνόρων για να ευνοήσουν τις αλβανικές επιδιώξεις. Άλλες πάλι πληροφορίες της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου έκαναν λόγο για συννενοήσεις και επαφές μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Πρέβεζας, Παραμυθιάς, Μαρργαριτίου και Φιλιατών με με Αλβανούς από το Δέλβινο και την Κονίσπολη με σκοπό την προετοιμασία συνάντησης στην Κέρκυρα. Από την πλεύρα του ο ελληνικός Τύπος αντιμετώπιζε με καχυποψία τον Tellini και συχνά τον κατηγορούσε για μεροληψία υπέρ αλβανικών συμφρόντων.
Αλλά και η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Αλβανία το καλοκαίρι του 1923 παρουσιαζόταν ασταθής για μια ακόμη φορά. Η κυβέρνηση του Αχμέτ Ζώγου αντιμετώπιζε τη δράση ενόπλων αντικαθεστωτικών ομάδων. Πολλές από αυτές ίσως χρηματοδοτούνταν από τους Ιταλούς, οι οποίοι επιδίωκαν τη δημιουργία ανώμαλης κατάστασης προκειμένου να επέμβουν αργότρα για τη διασφάλιση της τάξης.
Υπό αυτές τις συνθήκες κάθε εξέλιξη- ακόμα και η πιο ακραία- ήταν πιθανή και οι ισορροπίες έμοιαζαν εξαιρετικά ευαίσθητες. Στις 27 Αυγούστου 1923 το αυτοκίνητο της ιταλικής αντιπροσωπείας έπεσε σε ενέδρα αγνώστων κοντά στην Κακαβιά, στο 50χλμ. του δρόμου Ιωαννίνων - Άγιοι Σαράντα και σε απόσταση 9 χλμ. από το κοντινότερο ελληνικό φυλάκιο, ενώ μετέβαινε στα σύνορα για να συνεχίσει το έργο της οριοθεσίας. Αποτέλεσμα της επίθεσης των αγνώστων ήταν να δολοφονηθούν ο στρατηγός Tellini και τέσσερα μέλη της συνοδείας του, τρεις αξιωμετούχοι και ένας έλληνας μεταφραστής. Τα πτώματα βρέθηκαν από το αυτοκίνητο της ελληνικής αντιπροσωπείας με επικεφαλής τον Δ. Μποτσαρή, που ακολουθούσε το ιταλικό αυτοκίνητο προς τα σύνορα.
Από την πρώτη στιγμή οι Ιταλοί κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση ότι κρυβόταν πίσω από τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας και ότι έιχε σκοπό τη μελλοντική μεταβολή των ελληνοαλβανικών συνόρων υπέρ της Ελλάδος. Ωστόσο, καμιά πειστική απόδειξη επίσημης ελληνικής ανάμειξης δεν εμφανίσθηκε. Οι ελληνικές αρχές αναφέρθηκαν άμεσα για οργανωμένο σχέδιο προβοκάτσιας απο αλβανούς. Ήδη από τον Ιούλιο του 1923 είχαν φθάσει στις ελληνικές αρχές πληροφορίες για την είσοδο στην Ελλάδα αλβανικών συμμοριών που υποκινούνταν απο την αλβανική κυβέρνηση. Ο υπουργός Στρατιωτικών της Αλβανίας σε συνεργασία με τον νομάρχη Αργυροκαστρου και τον αστυνομικό διευθυντή της ίδιας πεςριοχής φέρονταν να είχαν καλέσει ληστρικές συμμορίες Αλβανών και Βουλγάρων να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος και να προκαλέσουν ταραχές κατά τα τέλη του Αυγούστου. Λίγες μέρα ύστερα από τη δολοφονική επίθεση και ίσως κάτω από την πίεση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης παραιτήθηκαν απ΄τις θέσεις τους ο νομάρχης και ο αστυνομικός διευθυντής Αργυροκάστρου. Ακόμα και ο Βρετανός υποπρόξενος στα Ιωάννινα Hall πίστευε ότι ίσως πίσω από το έγκλημα κρυβόταν ο Ιταλός συνταγματάρχης Vitzentzi, που από τις ελληνικές αρχές φερόταν να είναι αλβανικής καταγωγής, καθώς και αλβανικές συμμορίες. Σχεδόν ένα μήνα μετά την επίθεση έφτασε στις ελληνικές αρχές μια πληροφορία που ενίσχυε τις υποψίες οτι το επισόδειο ήταν σκηνοθετημένο από τους Ιταλούς. Το Ιταλικό προξενείο στα Ιωάννινα έιχε συμβουλέψει λίγο πριν το επεισόδιο τους Ιταλούς υπηκόους που διέμεναν στην ηπειρωτική πρωτευόυσα να εγκαταλείψουν την περιοχή πριν την 27 Αυγούστου 1923.
Το επεισόδιο της Κακαβιάς έδωσε την ευκαιρεία στη φασισιτκή κυβέρνηση του Μουσολίνι να αποκαλύψει την πολιτική που ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Στις 28 Αυγούστου ο Ιταλός πεσυβευτής στην Αθήνα Giulio Cesare Montagna διαμαρτυρήθηκε για το συμβάν στον Αλεξανδρή και δήλωσε ότι σύμφωνα με ασφαλείς πηγές τη δολοφονία την είχε διαπράξει ελληνική συμμορία με επικεφαλής έλληνα στρατιωτικό και οτι το γεγονός αυτό ήταν γνωστό και στους Έλληνες κατοίκους της περιοχής. Στις 29 Αυγούστου 1923 ο Μουσολίνιαπαίτησε με τελεσιγραφική διακοίνωση από την ελληνική κυβέρνηση την ικανοποίηση επτά αιτημάτων, καθώς για μια ακόμα φορά υποστήριζε ότι την επίθεση την είχαν σχεδιάσει και εκτελέσει Έλληνες. Τα αιτήματα που παρουσίασε στην ελληνική κυβέρνηση ο Ιταλός πρεσβευτής G.C Montagna είχαν ως ακολούθως:
1. Εκδήλωση συγνώμης με τον πλξρέστερο και πιο επίσημο τρόπο προς την ιταλική κυνέρνηση μέσω της ιταλικής πρεσβείας από την υψηλότερη ελληνική στρατιωωτική αρχή.
2. Τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας για τα θύματα της επίθεσης στην Κακαβιά στον ρωμαιοκαθολικό ναό της Αθήνας μα την παρουσία ολόκληρης της ελληνικής κυβερνησης.
3. Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία από τμήματα του ελληνικού στόλου στο Φάληρο υπό την παρουσία μοίρας του ιταλικού στόλου.
4. Διεξαγωγή έρευνας επό τις ελληνικές αρχές με τη βοήθεια του Ιταλού στρατιωτικού ακολούθου συνταγματάρχη Rerrone (η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την ασφάλεια του Perrone και θα διευθκόλυνε το έργο του με κάθε τρόπο, η έρευνα θα έπρεπε να ολοκληρωθει πέντε μέρες ύστερα από την αποδοχή των ιταλικών αξιώσεων).
5. Την επιβολή των ανώτερων ποινών για τους ενόχους.
6. Κταβολή αποζημίωσης 50 εκκατομυρίων ιταλικών λιρών.
7. Απόδοση στρατιωτικών τιμών στα πτώματα σε περίπτωση μεταφοράς τους σε ιταλικό πλοίο απο το λιμάνι της Πρέβεζας.

Αν και τα αιτήματα θεωρήθηκαν απαράδεκτα, η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε διαλλακτική και πρόθυμη για συμβιβασμό και δέχθηκε να ικανοποιήσει την 1η,2η,3η και 7η αξίωση. Αρβήθηκε ωστόσο να ικανοποιήσει όρους που έθιγαν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, απέρριψε ως αβάσιμη από την πρώτη στιγμή την περίπτωση ανάμιξης Ελλήνων στην δολοφονική επίθεση και κατηγόρησε ως εκτελεστές ληστές αλβανικής καταγωγής. Η ελληνική πλευρά ενωπίον της ιταλικής αξώσης να ικανοποιηθούν όλοι οι όροι -ακόμα και όσοι κρίνονταν ότι έθιγαν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα- δήλωσε ότι θα κατέφευγε στο συνβούλιο της Κοινωνίας των Εθνων. Ο Μουσολίνι όμως ήταν αποφασισμένος να δράσει δυναμικά και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρεία για να επιδείξει στην Ευρώπη τη δυναμική της νέας ιταλικής εκωτερικής πολιτικής.

Στις 31 Αυγούσοτυ τρία θωρηκτά , τέσσερα καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά και υποβρύχιο του ιταλικού ναυτικού κατέφθασαν στο λιμάνι της Κέρκυρας με αρχική δύναμη 1.000 ανδρών. Δύο ιτσαλικοί αξιωματούχοι παρουσιάστηκαν στο νομάρχη της πόλης Ευριπαίο και του ζήτησαν μέσα σε δύο ώρες να τους παραδώσει την πόλη. Οι ελληνικές αρχές μη μπορώντας να επικοινωνήσουν με την Αθήνα, πήραν την απόφαση οι 80 Έλληνες στρατιώτες να μην προβάλλουν αντίσταση αλλά δεν απέσυραν τη στρατιωτική δύναμη από την πόλη. Στις 5 π.μ. και με τη συμπλήρωση 2 ωρών από την παράδοση του ιταλικού τελεσιγράφου, ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε το φρούριο της πόλης και λίγο αργότερα ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν το νησί.

Πηγή: βιβλίο " Η ιταλική διπλωματία και η χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων", Λάμπρος Φλιτούρης , εκδόσεις Ισναφι, Ιωάννινα 2006